- ανοξυγοναιμία
- ανοξυγοναιμία, η και ανοξαιμία, η(ιατρ.), η ελάττωση της οξυγόνωσης του αίματος και των ιστών.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ανάνηψη — Σειρά θεραπευτικών μέσων με σκοπό την αποκατάσταση της αναπνευστικής λειτουργίας, όταν προς στιγμήν αναστέλλεται σε ένα άτομο που έχει πάθει ασφυξία από πνιγμονή, κρανιακό τραύμα, δηλητηρίαση από ναρκωτικά ή σε ένα ασφυκτικό νεογνό. Η α. αποτελεί … Dictionary of Greek
ανοξαιμία — Η ανεπαρκής χορήγηση οξυγόνου στους ιστούς. Λέγεται και ανοξυγοναιμία. Εμφανίζεται στις περιπτώσεις εκείνες κατά τις οποίες η τροφοδότηση του αρτηριακού αίματος με οξυγόνο είναι μικρότερη της κανονικής (πνευμονία κλπ.). Η ποσότητα του οξυγόνου… … Dictionary of Greek